λουλούδι κ. λελούδι, το, ουσ. [<μσν. λουλούδι < αλβ. l’ul’e], το λουλούδι. 1. άνθρωπος με υπέροχο χαρακτήρα: «γνώρισα έναν τύπο που είναι λουλούδι». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλωσα κι εγώ, που λες, μες τις κοπέλες τις πολλές και τ’ Αϊβαλιού λουλούδι). 2. συνήθως όμως χρησιμοποιείται ειρωνικά και χαρακτηρίζει τον παλιοχαρακτήρα, τον παλιάνθρωπο: «πρόσεχέ τον, γιατί είναι λουλούδι ο τύπος». Υποκορ. λουλουδάκι, το·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, βλ. λ. αγάπη·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- είναι λουλούδι του μπαξέ, (ιδίως για γυναίκες) είναι πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «έχει μια κόρη αυτός που βλέπεις, που είναι λουλούδι του μπαξέ». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν λουλούδι του μπαξέ,πιο όμορφη από μενεξέ, μ’ αυτός μ’ έχει λαβώσει, θέλω κρασί πολύ να πιω και σουρωμένη να τον βρω για να μου το πληρώσει
- λουλούδι μου! ή λουλουδάκι ,μου! προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «τι δώρο θέλεις να σου φέρω λουλούδι μου!». (Τραγούδι: λουλουδάκι μου, λουλουδάκι μου, κρίνο, πασχαλιά, γιασεμάκι μου, λουλουδάκι μου, λουλουδάκι μου, στης καρδιάς μου το μπαλκονάκι μου
- λουλούδι της Μονεμβασιάς, (ειρωνικά) ο μεγάλος απατεώνας: «όλα τα λουλούδια της Μονεμβασιάς σ’ αυτό το κωλομάγαζο μαζεύτηκαν»·
- λουλούδι του μπαξέ, α. λέγεται για πολλή όμορφη γυναίκα: «γνώρισα μια πιτσιρίκα σκέτο λουλούδι του μπαξέ». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν λουλούδι του μπαξέ πιο όμορφη από μενεξέ μ’ αυτός μ’ έχει λαβώσει, θέλω κρασί πολύ να πιω και σουρωμένη να τον βρω για να μου το πληρώσει). β. (ειρωνικά) ο μεγάλος απατεώνας: «πολύ φοβάμαι γι’ αυτό το παιδί, γιατί έμπλεξε με κάτι λουλούδια του μπαξέ και τι θα γίνει!»·
- να σου στείλω λουλούδια, φιλοφρονητική συνήθως έκφραση, ιδίως για να ευχαριστήσουμε κάποιον που μας κολακεύει με τα λόγια του ή που θεωρεί πως είμαστε πολύ μικρότεροι από την πραγματική μας ηλικία. Συνήθως της φρ. προτάσσεται πες μου πού μένεις ή το πες μου πού κάθεσαι. Συνών. δεν κρατώ λεφτά απάνω μου (α)· 
- παιδιά των λουλουδιών, βλ. λ. παιδί·
- πουλώ αγάπες και λουλούδια, βλ. λ. αγάπη.